Σάμιος

Σάμιος
-α, -ο / Σάμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ [Σάμος]
1. ο κάτοικος τής Σάμου ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο, σαμιακός
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Σαμία
(ενν. γῆ) η νήσος Σάμος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Σάμιος
προσωνυμία τού Ποσειδώνος σε πόλη τής Τριφιλίας
3. φρ. «Σάμιος ἀστήρ» — είδος αργίλου με θεραπευτικές ιδιότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σάμιος — a height. masc nom sg Σάμιος a height. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάμιος — ο θηλ. Σαμία κάτοικος της Σάμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάμιος — Σάμος a height. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμίων — Σάμιος a height. fem gen pl Σάμιος a height. masc/neut gen pl Σάμιος a height. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάμιον — Σάμιος a height. masc acc sg Σάμιος a height. neut nom/voc/acc sg Σάμιος a height. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμίοιο — Σάμιος a height. masc/neut gen sg (epic) Σάμιος a height. masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμίοις — Σάμιος a height. masc/neut dat pl Σάμιος a height. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμίοισι — Σάμιος a height. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Σάμιος a height. masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμίου — Σάμιος a height. masc/neut gen sg Σάμιος a height. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμίους — Σάμιος a height. masc acc pl Σάμιος a height. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”